17/4/09

Ήταν αργά


Ηταν αργα, πολυ αργα και γω μονος σε μια παγωμενη νυχτα , τυλιγμενος σε χοντρα ρουχα ,περιμενοντας το μεταμεσονυχτιο τρενο. Εκεινη δεν ηρθε. Το τρενο ηρθε , κοσμος πολυς στιβαγμενος και τα τζαμια θολα απο τις ανασες. Μακρυ το ταξιδι για την Γερμανια , ομως επρεπε να γινει. Ξεκινησε, το τοπιο εφευγε πισω μου και ενας νεος κοσμος ανοιγε μπροστα μου. Νυσταζα και εγειρα στο τζαμι να κοιμηθω. Οταν ξυπνησα αντικρισα ενα καταλευκο τοπιο απο το χιονι. Ερημια εξω απο το παραθυρι του τρενου και τα πουλια πετουσαν μεσα στο κρυο της επομενης ημερας. Ανοιξα το βιβλιο μου, διαβασα λιγο και το ξανακλεισα. Ανυπομονουσα να φτασω ετσι ημουν παντα.

Όλη αυτή η μαγεία



Η φύση και όλη αυτή η μαγεία που την περιβάλει λειτουργεί τέλεια και σε απόλυτη αρμονία. Είτε ζήσουμε είτε πεθάνουμε είτε δουλεύουμε είτε δεν δουλεύουμε αυτή θα συνεχίσει το έργο της. Ο ουρανός θα βρέχει, το χώμα θα ποτίζεται, χαρίζοντας υπέροχα φυτά και τα ζώα θα συνεχίσουν να υπάρχουν σε αφθονία. Ο πονηρός άνθρωπος κοντεύει να καταστρέψει τα πάντα σε αυτόν τον πλανήτη. Αμάξια για το τίποτα, ρύπανση για το τίποτα, δέντρα σκονισμένα στους δρόμους σε ένα πνιγμένο πεζοδρομιακό παρτέρι χωρίς νερό ταλαιπωρημένα και αηδιασμένα από βρώμικες πολυκατοικίες. Ενώ ο άνθρωπος συνεχίζει να ταλαιπωρείται για λίγα χρήματα που στην ουσία δεν αξίζουν τίποτα. Τι ωραίο ένα λουλούδι όταν το κοιτάω έχοντας αυτά τα υπέροχα χρώματα, κάνοντας όμως ζούμ με τα μάτια μου στο φόντο των πολυκατοικιών.

Λυπάμαι για αυτή την ακίνητη και σκονισμένη πραγματικότητα.
Γεμίσαμε την γη με πόλεις και περιορίσαμε τα φυτά και τα ζώα σε γλάστρες και πολυτελή κλουβιά. Μα το φυτό μοιάζει σαν φυλακισμένο πίσω από τα κάγκελα ενός μπαλκονιού και κοιτάει τους ανθρώπους με απορία αναζητώντας ελευθέρια στο φυσικό του χώρο. Το ίδιο νοιώθουν και τα ζώα. Αναζητούν προστασία στα δάση μα και αυτά τα καίμε σαν ηλίθιοι. Τι ωραία θα ήταν αν έπαιρναν τα φυτά άλλη μορφή και να κατάπιναν όλες τις πόλεις και μερικούς καταπατητές ανθρώπους αφήνοντας μόνο τους καλούς.

Φαντάζομαι πως η φύση ξέρει τους καλούς και τους κακούς. Τι ωραία θα ήταν ε?
Να φύτρωναν στην πόλη χιλιάδες φρουτόδεντρα, λαχανικά καθώς και διακοσμητικά φυτά που να έπνιγαν όλη την γη. Η αφθονία σε όλο της το μεγαλείο. Ακόμη και η θάλασσα να γέμιζε πάλι ψαριά, πολλά ψαριά, εκατομμύρια ψαριά και μεγάλα.
Μια υπέροχη ζωή με καταπράσινα δάση και ποικιλία φυτικού και ζωικού πλούτου.
Το πρωί θα ξυπνούσα με καταπληκτικούς φυσικούς ήχους και χρώματα φωτεινά θα ξύπναγαν τα συναισθήματα μου. Ο ήλιος θα έλαμπε μα και θα γελούσε αισιόδοξα με όλο αυτό το υπέροχο τοπίο γύρω του. Δεν θα υπήρχαν πια πόλεις με ψηλά άχρηστα κτήρια που να τον κρύβουν στερώντας τον από τα ζώα και τα φυτά .
Το βράδυ θα έπεφτε αργά και στο ξύλινο σπιτάκι μου θα υπήρχε ηρεμία και μια γυναίκα να μου κρατάει συντροφιά .
Ο ύπνος θα ήταν γλυκός κάτω από τη μάλλινη κουβέρτα και τα όνειρα ρομαντικά. Το πρωί θα έσκαβα την γη για να μου χαρίσει την ετήσια σοδειά.
Βροχές να έπεφταν πολλές και το χώμα να ευωδίαζε.
Τα χρόνια θα κυλούσαν ήρεμα και τα παιδιά μου θα γεννιόντουσαν σε έναν κόσμο παρθένο και μεγαλώνοντας με φυσικούς τρόπους.

Αυτή είναι μια ζωή που έχω φανταστεί μα είναι δύσκολο να πραγματοποιηθεί και έτσι μένει απλά Στο Όνειρο. Δεν μπορούμε να κάνουμε και αλλιώς δυστυχώς.

Ανεβαίνεις ανυποψίαστος

Ανεβαινεις ανυποψιαστος τα σκαλια μην ξεροντας τι υπαρχει απο κατω.Αναζητας χαμενους χαρακτηρες που δεν θα ξαναβρεις. Ζωντανευεις το κορμι σου για μια νυχτα και αναζητας γυναικες. Στο σπιτι μονος σου παρεα με το τσιγαρο σου που εστριψες πριν λιγο.
Στο απεναντι μπαλκονι γδυνεται μια τριανταρα και την κοιτας με παθος. Χτυπαει το τηλεφωνο και αφηνεις τον τηλεφωνητη να καθαρισει. Καθεσαι περιμενοντας να χτυπησει καποιος την πορτα σου και να σε καλημερησει. Καις τα σπιρτα περιμενοντας μεσα απο την φλογα τους να δεις οραματα. Κανεις ποτε δεν σε σκεφτοταν και ζεις με το παραπονο.

Σου αρεσει η ζωη ομως και την ζεις με τον δικο σου τροπο οπως και καθε ανθρωπος. Αναρωτιεσαι για ανθρωπους που εφυγαν και δεν ξαναγυρνουν ποτε. Ωριμαζεις με την σκεψη πως πρεπει να βλεπουμε τα πραγματα ως εχουν και με ψηλα το κεφαλι.
Γι αυτο ο θανατος δεν σε τρομαζει αλλα σε προβληματιζει και σε οδηγει σε αδιεξοδα. Αντικριζεις μπροστα σου κοσμους που αλλοι δεν τους βλεπουν. Καμια φορα κλαις οταν βρεχει και σε παρηγορει ενα κονιακ. Η νυχτα ειναι αυτη που σε τραβαει να πλαθεις ιστοριες με το μυαλο σου. Μαγειρευεις , τρως και νοιωθεις οτι εκπληρωσες μια φυσικη σου αναγκη. Σβηνεις τα φωτα επειτα και κοιμασαι μεχρι να φανει κατι καινουργιο για σενα. Τωρα μπηκες στο ξυλινο κουτι σου που σαπιζει και η σαρκα εγινε ενα με το χωμα.